λαμπροχίτων
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
λαμπροχίτων: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπρὸν χιτῶνα, Σχόλ. εἰς Γρηγ. Ναζ. Cod. Coisl. 394, fol. 214 ro.
Greek Monolingual
λαμπροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που φορά λαμπρό, λευκό, χιτώνα.
λαμπροχίτων: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπρὸν χιτῶνα, Σχόλ. εἰς Γρηγ. Ναζ. Cod. Coisl. 394, fol. 214 ro.
λαμπροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που φορά λαμπρό, λευκό, χιτώνα.