λιμένιος: Difference between revisions

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
(6_4)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐμένιος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸν λιμένα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Παυσ. 2. 34, 11· τοῦ [[Διός]], Βίος Ἀράτ. 275C Petav.· πρβλ. [[λιμενίτης]].
|lstext='''λῐμένιος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸν λιμένα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Παυσ. 2. 34, 11· τοῦ [[Διός]], Βίος Ἀράτ. 275C Petav.· πρβλ. [[λιμενίτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιμένιος]] -ία, -ον (Α) [[λιμήν]]<br /><b>1.</b> (για θεό) αυτός που προστατεύει τους λιμένες<br /><b>2.</b> (το θηλ. ως [[επίκληση]] της Αφροδίτης) η <i>Λιμενία</i><br />[[προστάτιδα]] τών ναυτικών στην Ερμιόνη.
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμένιος Medium diacritics: λιμένιος Low diacritics: λιμένιος Capitals: ΛΙΜΕΝΙΟΣ
Transliteration A: liménios Transliteration B: limenios Transliteration C: limenios Beta Code: lime/nios

English (LSJ)

α, ον,

   A of the harbour, epith. of Aphrodite, Paus.2.34.11; of Zeus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.84 M.; cf. sq.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμένιος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸν λιμένα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Παυσ. 2. 34, 11· τοῦ Διός, Βίος Ἀράτ. 275C Petav.· πρβλ. λιμενίτης.

Greek Monolingual

λιμένιος -ία, -ον (Α) λιμήν
1. (για θεό) αυτός που προστατεύει τους λιμένες
2. (το θηλ. ως επίκληση της Αφροδίτης) η Λιμενία
προστάτιδα τών ναυτικών στην Ερμιόνη.