λινίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(6_22)
(23)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λινίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λίνον]], Βίτων περὶ Μηχ. 106Β.
|lstext='''λινίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λίνον]], Βίτων περὶ Μηχ. 106Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[λινίδιον]], τὸ (Α) [[λίνον]]<br />υποκορ. του [[λίνος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:33, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 49] τό, dim. von λίνον, leinener Faden, Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

λινίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίνον, Βίτων περὶ Μηχ. 106Β.

Greek Monolingual

λινίδιον, τὸ (Α) λίνον
υποκορ. του λίνος.