λιτήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(6_17)
 
(23)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιτήσιος''': -ον, ἱκετεύων, δεόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 23.
|lstext='''λιτήσιος''': -ον, ἱκετεύων, δεόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιτήσιος]], -ον (Α) [[λιτή]]<br />αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί.
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λιτήσιος: -ον, ἱκετεύων, δεόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 23.

Greek Monolingual

λιτήσιος, -ον (Α) λιτή
αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί.