λυτρωτήριος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(6_4) |
(23) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λυτρωτήριος''': -α, -ον, ἀπολυτρώνων, [[σωτήριος]], Χρον. Πάσχ. σ. 18, 20. | |lstext='''λυτρωτήριος''': -α, -ον, ἀπολυτρώνων, [[σωτήριος]], Χρον. Πάσχ. σ. 18, 20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α -ο (Μ [[λυτρωτήριος]], -ία, -ον) [[λυτρωτής]]<br />[[σωτήριος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
λυτρωτήριος: -α, -ον, ἀπολυτρώνων, σωτήριος, Χρον. Πάσχ. σ. 18, 20.
Greek Monolingual
-α -ο (Μ λυτρωτήριος, -ία, -ον) λυτρωτής
σωτήριος.