μάλευρον: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
(6_21)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάλευρον''': τό, = [[ἄλευρον]], Ἑλλάδιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 573, 41.
|lstext='''μάλευρον''': τό, = [[ἄλευρον]], Ἑλλάδιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 573, 41.
}}
{{grml
|mltxt=[[μάλευρον]], τὸ (Α)<br />[[άλευρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε από συμφυρμό τών τ. [[μύλη]] και [[ἄλευρον]](<b>βλ. λ.</b> [[ἀλέω]]) και απαντά στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>mereuro</i> «μέλευρον»].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάλευρον Medium diacritics: μάλευρον Low diacritics: μάλευρον Capitals: ΜΑΛΕΥΡΟΝ
Transliteration A: máleuron Transliteration B: maleuron Transliteration C: malevron Beta Code: ma/leuron

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A = ἄλευρον, Alc.70, Achae.51, Theoc.15.116, v.l. in Hom.Epigr.14.3 (pl.), Hellad. ap. Phot.Bibl.p.531 B.

Greek (Liddell-Scott)

μάλευρον: τό, = ἄλευρον, Ἑλλάδιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 573, 41.

Greek Monolingual

μάλευρον, τὸ (Α)
άλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από συμφυρμό τών τ. μύλη και ἄλευρον(βλ. λ. ἀλέω) και απαντά στη Μυκηναϊκή με τη μορφή mereuro «μέλευρον»].