ματαιοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311
(6_18)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰταιοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν ἢ πράττων ἀνοήτως ἢ ἀπερισκέπτως, Ἀθήν. 179F.
|lstext='''μᾰταιοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν ἢ πράττων ἀνοήτως ἢ ἀπερισκέπτως, Ἀθήν. 179F.
}}
{{grml
|mltxt=[[ματαιοποιός]], -ον (Α)<br />αυτός που κάνει ανοησίες ή απερισκεψίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοποιός Medium diacritics: ματαιοποιός Low diacritics: ματαιοποιός Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: mataiopoiós Transliteration B: mataiopoios Transliteration C: mataiopoios Beta Code: mataiopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A acting foolishly, Ath.5.179f.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἢ πράττων ἀνοήτως ἢ ἀπερισκέπτως, Ἀθήν. 179F.

Greek Monolingual

ματαιοποιός, -ον (Α)
αυτός που κάνει ανοησίες ή απερισκεψίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -ποιός].