μειότερος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(Bailly1_3)
(24)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[μικρός]].
|btext=v. [[μικρός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μειότερος]], -έρα, -ον, σπάν. τ. θηλ. και -έρη (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μείων]].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 116] poet. = μείων, kleiner, Diosc. 17 (VII, 411), u. einzeln bei a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

v. μικρός.

Greek Monolingual

μειότερος, -έρα, -ον, σπάν. τ. θηλ. και -έρη (Α)
βλ. μείων.