ξενορρυής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
(6_7)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενορρυής''': -ές, ὁ [[ξένως]], παραδόξως ῥέων, Ψευδο-Ἀθαν. IV, 945Α.
|lstext='''ξενορρυής''': -ές, ὁ [[ξένως]], παραδόξως ῥέων, Ψευδο-Ἀθαν. IV, 945Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενορρυής]], -ές (Α)<br />αυτός που ρέει με παράξενο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>, <b>πρβλ.</b> αορ. β' <i>ἐ</i>-<i>ρρύ</i>-<i>ην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>ρρυής</i>, <i>γονο</i>-<i>ρρυής</i>].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξενορρυής: -ές, ὁ ξένως, παραδόξως ῥέων, Ψευδο-Ἀθαν. IV, 945Α.

Greek Monolingual

ξενορρυής, -ές (Α)
αυτός που ρέει με παράξενο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αορ. β' -ρρύ-ην), πρβλ. αιμο-ρρυής, γονο-ρρυής].