ξενόθηλυς: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(6_10)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενόθηλυς''': ἡ, ἡ [[θαυμασία]] [[γυνή]], ἐπίθ. τῆς Παρθένου Μαρίας, Ἀνωνύμου Ὕμν. εἰς τὴν Παρθένον 15.
|lstext='''ξενόθηλυς''': ἡ, ἡ [[θαυμασία]] [[γυνή]], ἐπίθ. τῆς Παρθένου Μαρίας, Ἀνωνύμου Ὕμν. εἰς τὴν Παρθένον 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενόθηλυς]], -εως, ἡ (Α)<br />(για την Παρθένο Μαρία) [[γυναίκα]] έξω από τα ανθρώπινα [[μέτρα]], [[γυναίκα]] του θαύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[θήλυς]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξενόθηλυς: ἡ, ἡ θαυμασία γυνή, ἐπίθ. τῆς Παρθένου Μαρίας, Ἀνωνύμου Ὕμν. εἰς τὴν Παρθένον 15.

Greek Monolingual

ξενόθηλυς, -εως, ἡ (Α)
(για την Παρθένο Μαρία) γυναίκα έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, γυναίκα του θαύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + θήλυς].