νικεπώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_2)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νικεπώνυμος''': [[πόλις]], (ἡ Νίκαια), Ν. Χων. ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Α΄, σ. 119.
|lstext='''νικεπώνυμος''': [[πόλις]], (ἡ Νίκαια), Ν. Χων. ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Α΄, σ. 119.
}}
{{grml
|mltxt=[[νικεπώνυμος]], -ον (Μ)<br />(για την [[πόλη]] Νίκαια) ο [[επώνυμος]] της νίκης, αυτός που φέρει το όνομα της νίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐπώνυμος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νικεπώνυμος: πόλις, (ἡ Νίκαια), Ν. Χων. ἐν Σάθ. Μεσ. βιβλ. τ. Α΄, σ. 119.

Greek Monolingual

νικεπώνυμος, -ον (Μ)
(για την πόλη Νίκαια) ο επώνυμος της νίκης, αυτός που φέρει το όνομα της νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + ἐπώνυμος.