νηπιόθεν: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_6)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηπιόθεν''': ἐν νηπιακῆς ἡλικίας, Ἀνέκδ. Boiss. τ. 4, σ. 258, 9· ἐκ [[νηπιόθεν]] Ἰω. Μαλαλ. 1, σ. 149.
|lstext='''νηπιόθεν''': ἐν νηπιακῆς ἡλικίας, Ἀνέκδ. Boiss. τ. 4, σ. 258, 9· ἐκ [[νηπιόθεν]] Ἰω. Μαλαλ. 1, σ. 149.
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[νηπιόθεν]])<br /><b>επίρρ.</b> από τη νηπιακή [[ηλικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήπιος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>θεν</i>, <i>παιδό</i>-<i>θεν</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νηπιόθεν: ἐν νηπιακῆς ἡλικίας, Ἀνέκδ. Boiss. τ. 4, σ. 258, 9· ἐκ νηπιόθεν Ἰω. Μαλαλ. 1, σ. 149.

Greek Monolingual

νηπιόθεν)
επίρρ. από τη νηπιακή ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. νεό-θεν, παιδό-θεν)].