μυρτάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(6_4)
(26)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρτάς''': -άδος, ἡ, ὡς τὸ [[μυρτίνη]], [[εἶδος]] ἀπιδ~ιᾶς», Νικ. Θηρ. 513.
|lstext='''μυρτάς''': -άδος, ἡ, ὡς τὸ [[μυρτίνη]], [[εἶδος]] ἀπιδ~ιᾶς», Νικ. Θηρ. 513.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρτάς]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[μυρτὰς]] ὄγνη» — το [[δέντρο]] απιδέα η καρδιόφυλλος<br /><b>2.</b> ανώμαλη [[επίφυση]] στον κορμό και στα κλαδιά της μυρτιάς, το [[μυρτίδανον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιχ</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 222] άδος, ἡ, = μυρτίδανον 2), Nic. Ther. 513.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτάς: -άδος, ἡ, ὡς τὸ μυρτίνη, εἶδος ἀπιδ~ιᾶς», Νικ. Θηρ. 513.

Greek Monolingual

μυρτάς, ἡ (Α)
1. φρ. «μυρτὰς ὄγνη» — το δέντρο απιδέα η καρδιόφυλλος
2. ανώμαλη επίφυση στον κορμό και στα κλαδιά της μυρτιάς, το μυρτίδανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -άς (πρβλ. μοιχ-άς)].