νανναριστής: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νανναριστής''': ὁ, «[[κίναιδος]]» Ἡσύχ. | |lstext='''νανναριστής''': ὁ, «[[κίναιδος]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νανναριστής]], ὁ (Α)<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «νανναρισταί, [[γένος]] τι άσωτον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναννάριον]], πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>νανναρίζω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A prodigal, Phot. (ναναρ- cod.).
Greek (Liddell-Scott)
νανναριστής: ὁ, «κίναιδος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νανναριστής, ὁ (Α)
(κατά τον Φώτ.) «νανναρισταί, γένος τι άσωτον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναννάριον, πιθ. μέσω αμάρτυρου νανναρίζω].