νεοκέντητος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
(6_17) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεοκέντητος''': -ον, νεωστὶ κεντηθείς, ἐγκεντρισθείς, ἐπὶ ἀμπέλου, Ἥρων Νεώτ. 222, 19. | |lstext='''νεοκέντητος''': -ον, νεωστὶ κεντηθείς, ἐγκεντρισθείς, ἐπὶ ἀμπέλου, Ἥρων Νεώτ. 222, 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεοκέντητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τα σταφύλια) αυτός που εμβολιάστηκε με εγκεντρισμό πρόσφατα<br /><b>2.</b> αυτός που φυτεύθηκε πρόσφατα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A newly planted, of vines, Hero *Geom.23.68.
Greek (Liddell-Scott)
νεοκέντητος: -ον, νεωστὶ κεντηθείς, ἐγκεντρισθείς, ἐπὶ ἀμπέλου, Ἥρων Νεώτ. 222, 19.
Greek Monolingual
νεοκέντητος, -ον (Α)
1. (για τα σταφύλια) αυτός που εμβολιάστηκε με εγκεντρισμό πρόσφατα
2. αυτός που φυτεύθηκε πρόσφατα.