νηπιοδύναμος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(6_18) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηπιοδύναμος''': -ον, ὁ νηπίου δύναμιν ἔχων, Κ. Μανασσ. Χρον. 6471. | |lstext='''νηπιοδύναμος''': -ον, ὁ νηπίου δύναμιν ἔχων, Κ. Μανασσ. Χρον. 6471. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νηπιοδύναμος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[δύναμη]] νηπίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δύναμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δύναμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>δύναμος</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>δύναμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νηπιοδύναμος: -ον, ὁ νηπίου δύναμιν ἔχων, Κ. Μανασσ. Χρον. 6471.
Greek Monolingual
νηπιοδύναμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει δύναμη νηπίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. ισο-δύναμος, μεγαλο-δύναμος].