νηπιοδύναμος
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Greek (Liddell-Scott)
νηπιοδύναμος: -ον, ὁ νηπίου δύναμιν ἔχων, Κ. Μανασσ. Χρον. 6471.
Greek Monolingual
νηπιοδύναμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει δύναμη νηπίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. ισοδύναμος, μεγαλοδύναμος].