νουθετητής: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νουθετητής''': -οῦ, ὁ νουθετῶν, ὁ συμβουλεύων, Φίλων 2. 519. | |lstext='''νουθετητής''': -οῦ, ὁ νουθετῶν, ὁ συμβουλεύων, Φίλων 2. 519. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[νουθετητής]]) [[νουθετώ]]<br />αυτός που νουθετεί, που συμβουλεύει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[παραινετικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A monitor, Ph.2.519 : as Adj., ν. λόγος Id.1.171.
Greek (Liddell-Scott)
νουθετητής: -οῦ, ὁ νουθετῶν, ὁ συμβουλεύων, Φίλων 2. 519.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νουθετητής) νουθετώ
αυτός που νουθετεί, που συμβουλεύει
αρχ.
ως επίθ. παραινετικός.