πεττύκια: Difference between revisions

From LSJ
(a)
 
(32)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] τά, = πιττάκια, Moer.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] τά, = πιττάκια, Moer.
}}
{{grml
|mltxt=τὰ, Α<br />τα λεπτά αποκόμματα τών δερμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για λ. της καθημερινής γλώσσας, η οποία συνδέεται πιθ. με τη λ. [[πίσυγγος]] (<b>πρβλ.</b> [[πέσσυμπτον]], [[πεσσύπτη]]). Κατ' άλλους, η λ. [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[πιττάκιον]]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 606] τά, = πιττάκια, Moer.

Greek Monolingual

τὰ, Α
τα λεπτά αποκόμματα τών δερμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για λ. της καθημερινής γλώσσας, η οποία συνδέεται πιθ. με τη λ. πίσυγγος (πρβλ. πέσσυμπτον, πεσσύπτη). Κατ' άλλους, η λ. πρέπει να συνδεθεί με το πιττάκιον].