πιττάκιον
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A tablet for writing on, label, ticket (cf. Eust.633.19 sq.), Dinol.7; written message, γράψας βραχὺ π. Plb.31.13.9, cf. D.L. 6.89, IG14.830.18 (Puteoli), POxy.136.36 (vi A.D.), etc.; ticket, pass, OGI674.21 (Egypt, i A.D.); receipt, PStrassb.44.3 (ii A.D.); votive tablet, CIG3442 (Philadelphia); promissory note, BGU 1155.15 (i B.C.), etc.; account-book, POxy.297.4 (pl., i A.D.), PGoodsp.Cair. 30 iv 5 (ii A.D.), etc.
II list of members of an association, hence of the association itself, PTeb.112 Intr. (ii B.C.), etc.; cf. πιττακιάρχης.
III Lat. pittacium, strip of leather, Cels.3.10.
German (Pape)
[Seite 621] τό, lat. pittacium, 1) ein Läppchen, Stückchen Leder, mit Salbe zu bestreichen u. auf Wunden od. sonst kranke Teile des Leibes zu legen, wofür man auch πεττύκια geschrieben findet, Piers. Moer. p. 306; B. A. 112. – 2) ein Blatt aus der Schreibtafel; Pol. 31, 21, 9; D. L. 6, 89 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
πιττάκιον: (ᾰ) τό писчая табличка, листок, страничка Polyb., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πιττάκιον: τό, πινακίδιον πρὸς γραφήν, δελτίον (ἴδε Εὐστάθ. 633. 19 κἑξ.), Δεινόλοχος ἐν Α. Β. 112, 28, Πολύβ. 31. 21, 9, Διογ. Λ. 6, 89· ἀναθηματικὴ πινακίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 3442. II. Λατ. pittacium, ἔμπλαστρόν τι, Κέλσ. 3. 10.
Spanish
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και πιτάκιον Α
1. ονομασία της προορισμένης για γραφή πινακίδας, πινάκιο, δελτάριο
2. (στο Βυζάντιο) πινάκια κατάλληλα για γραφή τα οποία υπήρχαν στις υπηρεσίες του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, στα οποία οι πολίτες της πρωτεύουσας ή τών επαρχιών είχαν το δικαίωμα να τοποθετούν τις αναφορές τους για διάφορα θέματα προς τον αυτοκράτορα, ο οποίος, αφού ενημερωνόταν από τις υπηρεσίες του παλατιού κατά περίπτωση, έδινε τη δέουσα απάντηση στα αιτήματα ή στις καταγγελίες
3. εκκλ. πατριαρχική ή και απλή αρχιερατική επιστολή η οποία αναφερόταν στην οποιαδήποτε μεταβολή της κατάστασης τών κληρικών, όπως λ.χ. προαγωγή, διάκριση, τιμωρία
μσν.-αρχ.
1. επιγραφή, ετικέτα
2. υποσχετικό έγγραφο
αρχ.
1. γραπτό μήνυμα («γράψας βραχὺ πιττάκιον καὶ σφραγισάμενος», Πολ.)
2. διαβατήριο
3. χρεωστικό γραμμάτιο, ομόλογο
4. λογιστικό βιβλίο, κατάστιχο
5. αναθηματική πινακίδα, τάμα
6. κατάλογος τών μελών μιας εταιρείας
7. (κατ' επέκτ.) εταιρεία
8. δερμάτινη λωρίδα που χρησιμοποιούνταν ως έμπλαστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αξιοσημείωτη είναι η διατήρηση τών -ττ- αντί για -σσ- στην Ελληνική Κοινή. Τόσο, όμως, η σύνδεση με τη λ. πίσσα όσο και η υπόθεση ότι πρόκειται για θρακικό δάνειο δεν θεωρούνται πιθανές. Εξάλλου, η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. πίσυγγος «σκυτοτόμος, υποδηματοποιός», η οποία στηρίζεται στη σημασία της λατ. δάνειας λ. pittacium «λωρίδα δέρματος», φαίνεται μάλλον αμφίβολη. Τέλος, το λεσβ. ανθρωπωνύμιο Πιττακός δεν διευκολύνει την ετυμολόγηση της λ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: writing table, leaflet, note, letter, label etc., also list of members, society (Dinol., Plb., hell., pap. a. inscr.)
Compounds: πιττακι-άρχης m. chairman of the society.
Derivatives: Dimin. -ίδιον n. and -ίζω to label (Pap.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Thrac.
Etymology: Origin unknown; supposition in Friedmann Die jon. u. att. Wörter 51 ff.: first from Lesbos (cf. Πίττακος), finally Thracian. Both πίσσα (Bq) and πεττύκια (s. πίσυγγος) remain far. Lat. LW [loanword] pittacium; cf. W.-Hofmann s.v.
Frisk Etymology German
πιττάκιον: {pittákion}
Grammar: n.
Meaning: Schreibtafel, Blättchen, Zettel, Brief, Etikette, auch Mitgliedsverzeichnis, Verein (Dinol., Plb., hell. u. sp. Pap. u. Inschr. usw.)
Composita: mit πιττακιάρχης m. Vorsitzender eines Vereins;
Derivative: davon das Demin. -ίδιον n. und -ίζω mit Etikette versehen (Pap.).
Etymology: Herkunft strittig; Vermutung bei Friedmann Die jon. u. att. Wörter 51 ff.: zunächst aus Lesbos (vgl. Πίττακος), letzten Endes thrakisch. Sowohl πίσσα (Bq) wie πεττύκια (s. πίσυγγος) bleiben fern. Lat. LW pittacium; vgl. W.-Hofmann s.v.
Page 2,545
Léxico de magia
τό tablilla utilizada en las prácticas ἕλιξον τὴν καρδίαν εἰς τὸ π. envuelve el corazón en la hoja P VII 413 ὑποθεὶς ὑπὸ τὸν λύχνον τὸ πιττάκιον pon la tablilla bajo la lámpara P VII 725 ἐπισυνθύων βράθυ σὺν τῷ πιττακίῳ λέγε quema sabina junto con la tablilla y di P LVII 15 δεῖξον τὴν δύναμίν σου, καὶ ἐξέλθῃ τὸ π. muestra tu fuerza y que la tablilla sea eficaz C 8b 6 χρίσας τὸ π. ὀξοκόμι βεβρεγμένῃ κόλλα εἰς τὸν ξηρὸν θόλον τοῦ βαλανίου unge la tablilla con goma ácida y fíjala en la habitación seca de vapor de un baño P XXXVI 74 ὥσπερ στρέφεται ὁ ἑρμῆς τοῦ μυλαίου καὶ ἀλήθεται τοῦτο τὸ π. igual que la piedra de molino gira y esta tablilla es destruida (en un hechizo) SM 56 3 gener. para escribir nombres, fórmulas o deseos ἔστιν οὖν τὰ γραφόμενα ἐν τῷ πιττακίῳ esto es, pues, lo que se escribe en la tablilla P I 11 P I 237 P IV 2399 P IV 2956 P XII 79 γράφε δὲ εἰς τὸ π. ταῦτα τὰ ὀνόματα escribe en un tablilla estos nombres P IV 1894 P IV 3142 P VII 412 ὅσα θέλεις, γράφε εἰς τὸ π. σὺν τῷ λόγῳ escribe en la tablilla lo que quieras junto con la fórmula P XII 84 ποιήσας π. καὶ ἐγγράψας ζμύρνῃ τὰ ὑποκείμενα haz una tablilla y escribe con tinta de mirra lo siguiente P XII 108 διὸ ποίησον καὶ ἐκτέλεσόν μοι πάντα τὰ ἐν τῷ πιττακίῳ τούτῳ γεγραμμένα por esto haz y cúmpleme todo lo que está escrito en la tablilla P XVI 74 P XV 9 τὸ π. ὁμοῦ δεῖξον καὶ τὰ γεγραμμένα ἐν αὐτῷ τῇ θεᾷ muestra la tablilla y lo escrito en ella a la diosa P LXXII 10 συνευωχοῦ αὐτῷ (τῷ ἀνδριάντι) ἐπᾴδων αὐτῷ δι' ὅλης νυκτὸς τὰ ἐν τῷ πιττακίῳ ἐγγεγραμμένα ὀνόματα come con la figurilla cantándole toda la noche los nombres escritos en la tablilla P IV 3152 para dibujar γράφε καινῷ καλάμῳ τὸ ζῴδιον, καθὼς περιέχει, εἰς π. καθαρόν dibuja con una caña nueva, la figura, como está aquí, en una tablilla limpia P XXXVI 268