πολύκρεως: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_22)
 
(33)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύκρεως''': -ων, ὁ ἐκ πολλῶν [[κρεῶν]] συνιστάμενος, [[εὐωχία]] Φίλων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 392Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.
|lstext='''πολύκρεως''': -ων, ὁ ἐκ πολλῶν [[κρεῶν]] συνιστάμενος, [[εὐωχία]] Φίλων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 392Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.
}}
{{grml
|mltxt=-ων, Α<br /> <b>βλ.</b> [[πολύκρεος]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρεως: -ων, ὁ ἐκ πολλῶν κρεῶν συνιστάμενος, εὐωχία Φίλων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 392Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.

Greek Monolingual

-ων, Α
βλ. πολύκρεος.