πεντάβραχυς: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(6_1) |
(31) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεντάβρᾰχυς''': (ἐξυπακ. [[πούς]]), ποὺς συνιστάμενος ἐκ [[πέντε]] βραχειῶν συλλαβῶν, Τζέτζ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 314. | |lstext='''πεντάβρᾰχυς''': (ἐξυπακ. [[πούς]]), ποὺς συνιστάμενος ἐκ [[πέντε]] βραχειῶν συλλαβῶν, Τζέτζ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 314. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>(μετρ.)</b> [[πόδας]] ο [[οποίος]] σύγκειται από [[πέντε]] συνεχόμενες βραχείες συλλαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βραχύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
(sc. πούς), ὁ,
A foot consisting of five short syllables, Choerob.in Heph.p.247C.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάβρᾰχυς: (ἐξυπακ. πούς), ποὺς συνιστάμενος ἐκ πέντε βραχειῶν συλλαβῶν, Τζέτζ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 314.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
(μετρ.) πόδας ο οποίος σύγκειται από πέντε συνεχόμενες βραχείες συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + βραχύς.