νωχαλός: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(6_10)
(27)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νωχᾰλός''': -ή, -όν, = [[νωχελής]], κατὰ τὸν Ἕρμαννον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, ἀντὶ τοῦ [[κνώδαλον]]˙ - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νωχαλίζει˙ βραδύνει».
|lstext='''νωχᾰλός''': -ή, -όν, = [[νωχελής]], κατὰ τὸν Ἕρμαννον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, ἀντὶ τοῦ [[κνώδαλον]]˙ - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νωχαλίζει˙ βραδύνει».
}}
{{grml
|mltxt=[[νωχαλός]], -ή, -όν και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, νωχαλής (Α)<br />[[νωχελής]], [[νωθρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλοι τ. του [[νωχελής]]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 274] und νωχαλής, auch νοχαλός, andere Schreibungen für νωχελής, Hesych., so auch νωχαλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

νωχᾰλός: -ή, -όν, = νωχελής, κατὰ τὸν Ἕρμαννον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 188, ἀντὶ τοῦ κνώδαλον˙ - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «νωχαλίζει˙ βραδύνει».

Greek Monolingual

νωχαλός, -ή, -όν και, κατά τον Ησύχ., νωχαλής (Α)
νωχελής, νωθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. του νωχελής].