ξενοτόκος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(6_10) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξενοτόκος''': ἡ, ἡ κατὰ ξένον, ἀσυνήθη τρόπον τεκοῦσα, Ἀνωνύμου Ὕμν. εἰς τὴν Παρθένον 15. 15, [[ἔνθα]] Ἰων. ξεινοτόκος. | |lstext='''ξενοτόκος''': ἡ, ἡ κατὰ ξένον, ἀσυνήθη τρόπον τεκοῦσα, Ἀνωνύμου Ὕμν. εἰς τὴν Παρθένον 15. 15, [[ἔνθα]] Ἰων. ξεινοτόκος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξενοτόκος]], ιων. τ. ξεινοτόκος, ἡ (Α)<br />(για την Θεοτόκο) αυτή που γέννησε με ασυνήθιστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] / [[ξείνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[τόκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
ξενοτόκος: ἡ, ἡ κατὰ ξένον, ἀσυνήθη τρόπον τεκοῦσα, Ἀνωνύμου Ὕμν. εἰς τὴν Παρθένον 15. 15, ἔνθα Ἰων. ξεινοτόκος.
Greek Monolingual
ξενοτόκος, ιων. τ. ξεινοτόκος, ἡ (Α)
(για την Θεοτόκο) αυτή που γέννησε με ασυνήθιστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξείνος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος.