ξενοτόκος
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Greek (Liddell-Scott)
ξενοτόκος: ἡ, ἡ κατὰ ξένον, ἀσυνήθη τρόπον τεκοῦσα, Ἀνωνύμου Ὕμν. εἰς τὴν Παρθένον 15. 15, ἔνθα Ἰων. ξεινοτόκος.
Greek Monolingual
ξενοτόκος, ιων. τ. ξεινοτόκος, ἡ (Α)
(για την Θεοτόκο) αυτή που γέννησε με ασυνήθιστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξείνος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεοτόκος.