πάγκρυφος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(6_16)
(30)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάγκρῠφος''': -ον, [[ὅλως]] κεκρυμμένος Ἰουστῖν. Μάρτ. 35C.
|lstext='''πάγκρῠφος''': -ον, [[ὅλως]] κεκρυμμένος Ἰουστῖν. Μάρτ. 35C.
}}
{{grml
|mltxt=[[πάγκρυφος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. του Θεού) ο εντελώς κρυμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρυφός]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 436] ganz verborgen, Sp. l. d.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκρῠφος: -ον, ὅλως κεκρυμμένος Ἰουστῖν. Μάρτ. 35C.

Greek Monolingual

πάγκρυφος, -ον (Α)
(ως επίθ. του Θεού) ο εντελώς κρυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κρυφός].