παντομιμικός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
(6_11) |
(30) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παντομιμικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παντόμιμον, ἢ ὁ πάντα μιμούμενος, Sen. ep. XXIX, § 11 (12). | |lstext='''παντομιμικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παντόμιμον, ἢ ὁ πάντα μιμούμενος, Sen. ep. XXIX, § 11 (12). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[παντομιμικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παντόμιμος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παντόμιμο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
παντομιμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς παντόμιμον, ἢ ὁ πάντα μιμούμενος, Sen. ep. XXIX, § 11 (12).
Greek Monolingual
-ή, -ό / παντομιμικός, -ή, -όν, ΝΑ παντόμιμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παντόμιμο.