παρεγκρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(6_2)
 
(31)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεγκρύπτω''': [[κρύπτω]] [[ἐντός]], Θεόδ. Πρόδρ.
|lstext='''παρεγκρύπτω''': [[κρύπτω]] [[ἐντός]], Θεόδ. Πρόδρ.
}}
{{grml
|mltxt=Μ<br />[[κρύβω]] επιτήδεια [[κάτι]] [[ανάμεσα]] σε άλλα («παρεγκρύπτων φόνον», Θεόδ. Πρόδρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγκρύπτω]] «[[κρύβω]] [[μέσα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

παρεγκρύπτω: κρύπτω ἐντός, Θεόδ. Πρόδρ.

Greek Monolingual

Μ
κρύβω επιτήδεια κάτι ανάμεσα σε άλλα («παρεγκρύπτων φόνον», Θεόδ. Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγκρύπτω «κρύβω μέσα»].