παρεγκρύπτω

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639

Greek (Liddell-Scott)

παρεγκρύπτω: κρύπτω ἐντός, Θεόδ. Πρόδρ.

Greek Monolingual

Μ
κρύβω επιτήδεια κάτι ανάμεσα σε άλλα («παρεγκρύπτων φόνον», Θεόδ. Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγκρύπτω «κρύβω μέσα»].