παρεγκρύπτω

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source

Greek (Liddell-Scott)

παρεγκρύπτω: κρύπτω ἐντός, Θεόδ. Πρόδρ.

Greek Monolingual

Μ
κρύβω επιτήδεια κάτι ανάμεσα σε άλλα («παρεγκρύπτων φόνον», Θεόδ. Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγκρύπτω «κρύβω μέσα»].