παυσιμέριμνος: Difference between revisions
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(6_18) |
(31) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παυσιμέριμνος''': -ον, ὁ καταπαύων τὰς μερίμνας, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 166 Α. | |lstext='''παυσιμέριμνος''': -ον, ὁ καταπαύων τὰς μερίμνας, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 166 Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που καταπαύει τις μέριμνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> [[μέριμνα]], <b>πρβλ.</b> <i>λυσι</i>-<i>μέριμνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 538] Sorgen stillend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παυσιμέριμνος: -ον, ὁ καταπαύων τὰς μερίμνας, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 166 Α.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που καταπαύει τις μέριμνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + μέριμνα, πρβλ. λυσι-μέριμνος].