παχύφωνος: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(6_18)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παχύφωνος''': -ον, ὁ παχὺς δηλ. τραχὺς κατὰ τὸν ἦχον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 46, ἐν τῷ συγκρ. -ότερος.
|lstext='''παχύφωνος''': -ον, ὁ παχὺς δηλ. τραχὺς κατὰ τὸν ἦχον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 46, ἐν τῷ συγκρ. -ότερος.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />ο [[παχύς]], δηλ. ο [[τραχύς]] ως [[προς]] τον ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύφωνος Medium diacritics: παχύφωνος Low diacritics: παχύφωνος Capitals: ΠΑΧΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: pachýphōnos Transliteration B: pachyphōnos Transliteration C: pachyfonos Beta Code: paxu/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A of coarse sound, στοιχεῖον Aristid. Quint.1.21 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

παχύφωνος: -ον, ὁ παχὺς δηλ. τραχὺς κατὰ τὸν ἦχον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 46, ἐν τῷ συγκρ. -ότερος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο παχύς, δηλ. ο τραχύς ως προς τον ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος].