πλακουντάριος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
(6_15)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλακουντάριος''': ὁ, ὁ κατασκευάζων πλακοῦντας, Συλλ. Ἐπιγρ. 9311· ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''πλακουντάριος''': ὁ, ὁ κατασκευάζων πλακοῦντας, Συλλ. Ἐπιγρ. 9311· ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />ο [[κατασκευαστής]] πλακούντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλακοῦς]], -<i>οῦντος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άριος]] (<span style="color: red;"><</span> λατ. κατάλ. -<i>arius</i>), <b>πρβλ.</b> <i>καμηλ</i>-[[άριος]]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰκουντάριος Medium diacritics: πλακουντάριος Low diacritics: πλακουντάριος Capitals: ΠΛΑΚΟΥΝΤΑΡΙΟΣ
Transliteration A: plakountários Transliteration B: plakountarios Transliteration C: plakountarios Beta Code: plakounta/rios

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of cakes, pastry-cook, IG3.3445 (Piraeus), MAMA3.697 (Corycus).

Greek (Liddell-Scott)

πλακουντάριος: ὁ, ὁ κατασκευάζων πλακοῦντας, Συλλ. Ἐπιγρ. 9311· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ο κατασκευαστής πλακούντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, -οῦντος + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. καμηλ-άριος].