πλακουντάριος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
(6_15) |
(32) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλακουντάριος''': ὁ, ὁ κατασκευάζων πλακοῦντας, Συλλ. Ἐπιγρ. 9311· ἴδε Δουκάγγ. | |lstext='''πλακουντάριος''': ὁ, ὁ κατασκευάζων πλακοῦντας, Συλλ. Ἐπιγρ. 9311· ἴδε Δουκάγγ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />ο [[κατασκευαστής]] πλακούντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλακοῦς]], -<i>οῦντος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άριος]] (<span style="color: red;"><</span> λατ. κατάλ. -<i>arius</i>), <b>πρβλ.</b> <i>καμηλ</i>-[[άριος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A maker of cakes, pastry-cook, IG3.3445 (Piraeus), MAMA3.697 (Corycus).
Greek (Liddell-Scott)
πλακουντάριος: ὁ, ὁ κατασκευάζων πλακοῦντας, Συλλ. Ἐπιγρ. 9311· ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
ο κατασκευαστής πλακούντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, -οῦντος + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. καμηλ-άριος].