πλουσιοπάροχος: Difference between revisions

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
(6_18)
 
(33)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλουσιοπάροχος''': -ον, ὁ πλουσίως παρέχων τι, γενναιόδωρος, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. πλουσιοπαρόχως, [[ἀνώνυμος]] ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 75,
|lstext='''πλουσιοπάροχος''': -ον, ὁ πλουσίως παρέχων τι, γενναιόδωρος, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. πλουσιοπαρόχως, [[ἀνώνυμος]] ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 75,
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πλουσιοπάροχος]], -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει, που δίνει [[κάτι]] πλούσια, [[γενναιόδωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχεται με πλούσιο τρόπο, [[άφθονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλουσιοπαρόχως</i> ΝΜΑ και <i>πλουσιοπάροχα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πλουσιοπάροχο, γενναιόδωρο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[μεγάλη]] [[αφθονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλούσιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πάροχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-[[πάροχος]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πλουσιοπάροχος: -ον, ὁ πλουσίως παρέχων τι, γενναιόδωρος, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. πλουσιοπαρόχως, ἀνώνυμος ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 75,

Greek Monolingual

-η, -ο / πλουσιοπάροχος, -ον, ΝΜ
1. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι πλούσια, γενναιόδωρος
2. αυτός που παρέχεται με πλούσιο τρόπο, άφθονος.
επίρρ...
πλουσιοπαρόχως ΝΜΑ και πλουσιοπάροχα Ν
κατά τρόπο πλουσιοπάροχο, γενναιόδωρο
νεοελλ.
με μεγάλη αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + πάροχος (< παρέχω), πρβλ. ευ-πάροχος.