πολιόκρανος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(6_18)
 
(33)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολιόκρᾱνος''': -ον, πολιὸς τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τοῦ Ἀδριανοῦ (πρβλ. [[ἀργυρόκρανος]]), Χρησμ. Σιβ. 8. 50, [[ἔνθα]] τὸ [[μέτρον]] παιτεῖ πολίκρανος.
|lstext='''πολιόκρᾱνος''': -ον, πολιὸς τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τοῦ Ἀδριανοῦ (πρβλ. [[ἀργυρόκρανος]]), Χρησμ. Σιβ. 8. 50, [[ἔνθα]] τὸ [[μέτρον]] παιτεῖ πολίκρανος.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ψαρές [[τρίχες]] στο [[κεφάλι]] του, γκριζομάλλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] «[[ψαρός]], [[υπόλευκος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κρανος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρανον</i> [<b>πρβλ.</b> [[κρανίον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μακρό</i>-<i>κρανος</i>, [[ορθό]]-<i>κρανος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πολιόκρᾱνος: -ον, πολιὸς τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τοῦ Ἀδριανοῦ (πρβλ. ἀργυρόκρανος), Χρησμ. Σιβ. 8. 50, ἔνθα τὸ μέτρον παιτεῖ πολίκρανος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + -κρανος (< κρανον [πρβλ. κρανίον), πρβλ. μακρό-κρανος, ορθό-κρανος].