πολυανώδυνος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(6_17)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυανώδῠνος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὴν δύναμιν πρὸς καταστολὴν τῶν πόνων, ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ κωνείου, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4 79.
|lstext='''πολυανώδῠνος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὴν δύναμιν πρὸς καταστολὴν τῶν πόνων, ἕτερον [[ὄνομα]] τοῦ κωνείου, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4 79.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δύναμη]] για [[καταστολή]] τών πόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀνώδυνος]] «αυτός που καταστέλλει τους πόνους»].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠανώδῠνος Medium diacritics: πολυανώδυνος Low diacritics: πολυανώδυνος Capitals: ΠΟΛΥΑΝΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: polyanṓdynos Transliteration B: polyanōdynos Transliteration C: polyanodynos Beta Code: poluanw/dunos

English (LSJ)

ον,

   A with much anodyne power, = κώνειον, Ps.-Dsc. 4.78.

Greek (Liddell-Scott)

πολυανώδῠνος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν δύναμιν πρὸς καταστολὴν τῶν πόνων, ἕτερον ὄνομα τοῦ κωνείου, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4 79.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μεγάλη δύναμη για καταστολή τών πόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀνώδυνος «αυτός που καταστέλλει τους πόνους»].