πολυδόνητος: Difference between revisions

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
(6_18)
 
(33)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυδόνητος''': -ον, ὁ πολὺ δονούμενος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 15. 396.
|lstext='''πολυδόνητος''': -ον, ὁ πολὺ δονούμενος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 15. 396.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δόνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δονῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οιστρο</i>-<i>δόνητος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πολυδόνητος: -ον, ὁ πολὺ δονούμενος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 15. 396.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που δονίζεται, που κλονίζεται πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δόνητος (< δονῶ), πρβλ. οιστρο-δόνητος].