προϊλάσκομαι: Difference between revisions
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(6_14) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προϊλάσκομαι''': μέσ., [[ἱλάσκομαι]], [[καταπραΰνω]] ἐκ τῶν προτέρων, Παυσ. 5. 13, 4. | |lstext='''προϊλάσκομαι''': μέσ., [[ἱλάσκομαι]], [[καταπραΰνω]] ἐκ τῶν προτέρων, Παυσ. 5. 13, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[καταπραΰνω]] κάποιον εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἱλάσκομαι]] «[[εξιλεώνω]], [[καταπραΰνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
Med.,
A appease beforehand, Paus.5.13.7.
Greek (Liddell-Scott)
προϊλάσκομαι: μέσ., ἱλάσκομαι, καταπραΰνω ἐκ τῶν προτέρων, Παυσ. 5. 13, 4.
Greek Monolingual
Α
καταπραΰνω κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἱλάσκομαι «εξιλεώνω, καταπραΰνω»].