Πρυμνεύς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(Autenrieth)
(35)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=a Phaeacian, Od. 8.112†.
|auten=a Phaeacian, Od. 8.112†.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

Πρυμνεύς: ὁ, ὁ πηδαλιοῦχος, ὄνομα Φαίακός τινος ἐν Ὀδυσσείας Θ. 112· ἐκ τοῦ πρύμνα, ὡς ἅπαντα σχεδὸν τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἔχουσι σχέσιν πρὸς τὰ πλοῖα, πρβλ. Πρῳρεύς.

English (Autenrieth)

a Phaeacian, Od. 8.112†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. -εύς].