πηδαλιοῦχος
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ὁ, (ἔχω) steersman: metaph., ruler, ib. 145.
German (Pape)
[Seite 609] das Steuerruder haltend u. führend, der Steuermann, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
πηδᾰλιοῦχος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τημωνιέρης», Φίλων 1. 145, Συλλ. Ἐπιγρ. 8758· ― ἐντεῦθεν πηδᾰλιουχέω (ἔχω), χειρίζω τὸ πηδάλιον πλοίου, μεταφορ., κυβερνῶ, Φίλων 1. 131, Ἰωσήπ. Μακκ. 7, κτλ.· ― πηδαλιουχία, ἡ, τὸ πηδαλιουχεῖν, κυβερνᾶν, Βυζ.
Spanish
Greek Monolingual
ο, / πηδαλιοῦχος, ΝΜΑ
1. αυτός που χειρίζεται το πηδάλιο και κατευθύνει το σκάφος
2. μτφ. (για τον θεό) ο κυβερνήτης, ο παντοκράτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηδάλιον + -ούχος].
Léxico de magia
ὁ timonel del cosmos, ref. a Hermes ἡνί<κ>α π. ἔφυς κόσμοιο ἅπαντος porque tú eres timonel de todo el cosmos P XVIIb 16