πτυκτίον: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(6_22)
(35)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτυκτίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πτύξ]], πτυκτὸν [[βιβλίον]], συμπτυσσόμενον [[δελτίον]], [[γραμματεῖον]] τῶν ἐπτυγμένων, Γρηγ. Ναζ.
|lstext='''πτυκτίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πτύξ]], πτυκτὸν [[βιβλίον]], συμπτυσσόμενον [[δελτίον]], [[γραμματεῖον]] τῶν ἐπτυγμένων, Γρηγ. Ναζ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[πτυκτός]]<br />[[βιβλίο]] που διπλώνεται, σε [[αντιδιαστολή]] με τον πάπυρο, που τυλίγεται.
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 811] τό, zusammengefaltetes Buch, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτυκτίον: τό, ὑποκορ. τοῦ πτύξ, πτυκτὸν βιβλίον, συμπτυσσόμενον δελτίον, γραμματεῖον τῶν ἐπτυγμένων, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ πτυκτός
βιβλίο που διπλώνεται, σε αντιδιαστολή με τον πάπυρο, που τυλίγεται.