σκανδαλουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(6_16)
 
(37)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκανδαλουργός''': -όν, = [[σκανδαλοποιός]], Ἐκκλ.
|lstext='''σκανδαλουργός''': -όν, = [[σκανδαλοποιός]], Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Μ<br />[[σκανδαλοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάνδαλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μαχαιρ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σκανδαλουργός: -όν, = σκανδαλοποιός, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-όν, Μ
σκανδαλοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].