Anonymous

στρυφνός: Difference between revisions

From LSJ
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’une saveur âcre, acerbe ; astringent ; <i>fig., en parl. du caractère</i> âpre, morose.<br />'''Étymologie:''' DELG ?
|btext=ή, όν :<br />d’une saveur âcre, acerbe ; astringent ; <i>fig., en parl. du caractère</i> âpre, morose.<br />'''Étymologie:''' DELG ?
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στρυφνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για χυμό) αυτός που προκαλεί [[σύσπαση]] τών [[μυών]] του στόματος λόγω της δριμείας γεύσης του, [[στυφός]] («[[ὀξέα]] και δριμέα καὶ στρυφνά», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δύστροπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[περίπλοκος]], [[πολύπλοκος]], μπερδεμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για λεκτικό ύφος) [[δυσνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσκαμπτος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για χαρακτήρα ή [[ήθος]]) [[τραχύς]], [[αυστηρός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στρυφνόν</i><br />η [[στρυφνότητα]], η [[στυφάδα]] της γεύσης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στρυφνά</i> /<i>στρυφνῶς</i>, ΝΜΑ<br />με στρυφνό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός και [[εκφραστικός]] όρος, ο [[οποίος]], [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], συνδέεται με το ρ. [[στύφω]] και εμφανίζει εκφραστικό -<i>ρ</i>- κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τους συγγενείς σημασιολογικώς τ. <i>στρ</i>-<i>ιφνός</i>, <i>στρ</i>-<i>ηνής</i>. 'Εχει διατυπωθεί, [[ωστόσο]], και η [[άποψη]] ότι το επίθ. <i>στρνφνός</i> συνδέεται με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>str</i><i>ū</i><i>ben</i> «[[ανορθώνω]], [[σηκώνω]]», αρχ. σαξ. <i>str</i><i>ū</i><i>f</i> «ανορθωμένος, [[τραχύς]]», ρωσ. <i>strup</i> «[[κρούστα]], [[εσχάρα]] πληγής»). Η [[σύνδεση]] όμως αυτή παρουσιάζει μορφολογικές και σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
}}