Anonymous

στρυφνός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρυφνός''': -ή, -όν, ([[στύφω]]) ἐπὶ χυμοῦ [[ὅστις]] συσπᾷ τὸ [[στόμα]], «[[στυφός]]», δριμὺς τὴν γεῦσιν, [[αὐστηρός]], [[στυπτικός]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Πλάτ. Τίμ. 65D, Ξεν. Ἱέρ. 1, 22· τὸ στρυφνὸν συνάγεν τὰν γεῦσιν Τίμ. Λοκρ. 101C· στρ. μῆλα Ἀντιφάν. ἐν «Παροιμιαζομένῳ» 1· βόλβαν Ἀνθ. Π. 11. 410. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τρόπου ἢ ἤθους, [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], [[δύσκολος]], [[δύστροπος]], στρ. [[ἦθος]] Ἀριστοφ. Σφ. 877, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἄνθρωποι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 11· οὐ στρ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 5, 2· ἐν τοῖς στρ. καὶ πρεσβυτικοῖς [[αὐτόθι]] 8. 6, 1· - οἴνου [[πολίτης]] ὤν κρατίστου στρυφνὸς εἶ Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[στριφνός]], [[δύσκαμπτος]], [[τραχύς]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 282· οὐρὴ Ὀππ. Κυν. 1. 411· - Ἐπίρρ. -νῶς, Εὐστ. 931. 45, Ἡσύχ., κλπ.· - [[στριφνός]], στιφρὸς [[συχνάκις]] ἀπαντῶσιν ὡς διάφοροι γραφαί.
|lstext='''στρυφνός''': -ή, -όν, ([[στύφω]]) ἐπὶ χυμοῦ [[ὅστις]] συσπᾷ τὸ [[στόμα]], «[[στυφός]]», δριμὺς τὴν γεῦσιν, [[αὐστηρός]], [[στυπτικός]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Πλάτ. Τίμ. 65D, Ξεν. Ἱέρ. 1, 22· τὸ στρυφνὸν συνάγεν τὰν γεῦσιν Τίμ. Λοκρ. 101C· στρ. μῆλα Ἀντιφάν. ἐν «Παροιμιαζομένῳ» 1· βόλβαν Ἀνθ. Π. 11. 410. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ τρόπου ἢ ἤθους, [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], [[δύσκολος]], [[δύστροπος]], στρ. [[ἦθος]] Ἀριστοφ. Σφ. 877, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1· ἄνθρωποι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 11· οὐ στρ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 5, 2· ἐν τοῖς στρ. καὶ πρεσβυτικοῖς [[αὐτόθι]] 8. 6, 1· - οἴνου [[πολίτης]] ὤν κρατίστου στρυφνὸς εἶ Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[στριφνός]], [[δύσκαμπτος]], [[τραχύς]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 282· οὐρὴ Ὀππ. Κυν. 1. 411· - Ἐπίρρ. -νῶς, Εὐστ. 931. 45, Ἡσύχ., κλπ.· - [[στριφνός]], στιφρὸς [[συχνάκις]] ἀπαντῶσιν ὡς διάφοροι γραφαί.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’une saveur âcre, acerbe ; astringent ; <i>fig., en parl. du caractère</i> âpre, morose.<br />'''Étymologie:''' DELG ?
}}
}}