συνεπιπλέω: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(6_5) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπιπλέω''': ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπιπλέω]] ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27. | |lstext='''συνεπιπλέω''': ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπιπλέω]] ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιπλέω]]<br />[[συμμετέχω]] σε ναυτική [[εκστρατεία]] («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», <b>Δημοσθ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A join in a naval expedition, D.50.59.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιπλέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιπλέω ἐν ναυτικῇ ἐκστρατείᾳ, οὐ μόνον τὴν οὐσίαν ἀναλίσκων, ἀλλὰ καὶ τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων Δημ. 1224, 27.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπιπλέω
συμμετέχω σε ναυτική εκστρατεία («τῷ σώματι κινδυνεύων συνεπιπλέων», Δημοσθ.).