συμπάρεδρος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπάρεδρος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] παρεδρεύων, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους Φωτ. Ἐπιστ. σ. 60, 29, κλπ. | |lstext='''συμπάρεδρος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] παρεδρεύων, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους Φωτ. Ἐπιστ. σ. 60, 29, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ [[πάρεδρος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[πάρεδρος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», <b>Φώτ.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ [[πάρεδρος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[πάρεδρος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», <b>Φώτ.</b>). | |mltxt=-ον, ΜΑ [[πάρεδρος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[πάρεδρος]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», <b>Φώτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
συμπάρεδρος: -ον, ὁ ὁμοῦ παρεδρεύων, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους Φωτ. Ἐπιστ. σ. 60, 29, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ πάρεδρος
αυτός που είναι πάρεδρος μαζί με κάποιον άλλο («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», Φώτ.).
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ πάρεδρος
αυτός που είναι πάρεδρος μαζί με κάποιον άλλο («συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμφήψους», Φώτ.).