φιλοπρόβατος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοπρόβᾰτος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ πρόβατα, χωρεῖν ἐπὶ τὴν μάνδραν τοῦ σωτῆρος ἔρωτι τῆς σύριγγος τοῦ φιλοπροβάτου ποιμένος Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. σ. 48Β, κλπ. | |lstext='''φῐλοπρόβᾰτος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ πρόβατα, χωρεῖν ἐπὶ τὴν μάνδραν τοῦ σωτῆρος ἔρωτι τῆς σύριγγος τοῦ φιλοπροβάτου ποιμένος Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. σ. 48Β, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για ποιμένα) αυτός που αγαπά τα πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρόβατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μισο</i>-<i>πρόβατος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A loving sheep, IG2.2453.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπρόβᾰτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ πρόβατα, χωρεῖν ἐπὶ τὴν μάνδραν τοῦ σωτῆρος ἔρωτι τῆς σύριγγος τοῦ φιλοπροβάτου ποιμένος Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. σ. 48Β, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ποιμένα) αυτός που αγαπά τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πρόβατος (< πρόβατον), πρβλ. μισο-πρόβατος].