τυρβαστής: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(42) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυρβαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ εἰς ταραχὴν ἐμβάλλων τινά, Εὐστ. Πονημάτ. 244. 50. - Ἐπίθ. τυρβαστικός, ή, όν, ὁ φέρων ταραχήν, ταράττων, λόγοι [[αὐτόθι]] 258. 74. ΙΙ. ταραχώδης, [[πλήρης]] ταραχῆς, [[βίος]] [[αὐτόθι]] 130. 6. | |lstext='''τυρβαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ εἰς ταραχὴν ἐμβάλλων τινά, Εὐστ. Πονημάτ. 244. 50. - Ἐπίθ. τυρβαστικός, ή, όν, ὁ φέρων ταραχήν, ταράττων, λόγοι [[αὐτόθι]] 258. 74. ΙΙ. ταραχώδης, [[πλήρης]] ταραχῆς, [[βίος]] [[αὐτόθι]] 130. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Μ [[τυρβάζω]]<br />αυτός που προκαλεί [[ταραχή]] («τυρβασταὶ πνευματικοί», <b>Ευστ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:46, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
τυρβαστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰς ταραχὴν ἐμβάλλων τινά, Εὐστ. Πονημάτ. 244. 50. - Ἐπίθ. τυρβαστικός, ή, όν, ὁ φέρων ταραχήν, ταράττων, λόγοι αὐτόθι 258. 74. ΙΙ. ταραχώδης, πλήρης ταραχῆς, βίος αὐτόθι 130. 6.
Greek Monolingual
ὁ, Μ τυρβάζω
αυτός που προκαλεί ταραχή («τυρβασταὶ πνευματικοί», Ευστ.).