τυρβαστής
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
Greek (Liddell-Scott)
τυρβαστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰς ταραχὴν ἐμβάλλων τινά, Εὐστ. Πονημάτ. 244. 50. - Ἐπίθ. τυρβαστικός, ή, όν, ὁ φέρων ταραχήν, ταράττων, λόγοι αὐτόθι 258. 74. ΙΙ. ταραχώδης, πλήρης ταραχῆς, βίος αὐτόθι 130. 6.
Greek Monolingual
ὁ, Μ τυρβάζω
αυτός που προκαλεί ταραχή («τυρβασταὶ πνευματικοί», Ευστ.).