τυρβάζω
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
A trouble, stir up, τὸν πηλὸν ὥσπερ ἀτταγᾶς τυρβάσεις βαδίζων Ar.V.257; τυφλὸς.. Ἄρης συὸς προσώπῳ πάντα τυρβάζει κακά S.Fr.838:—Pass., πολὺς δὲ πηλὸς ἐκ πίθων τυρβάζεται bursts in turbid stream from... ib.783: c. dat. pers., jostle against... Ar.Pax 1007 (anap.); τ. περὶ πολλά (v.l. for θορυβάζῃ) to be troubled about... Ev.Luc.10.41.
II revel, enjoy oneself, Alex.25.6.
French (Bailly abrégé)
1 tr. troubler au propre ; fig. brouiller, agiter pêle-mêle ; Pass. en parl. d'une foule se bousculer, s'agiter tumultueusement;
2 intr. se donner du mouvement, mener joyeuse vie.
Étymologie: τύρβη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυρβάζω [τύρβη] omwoelen; overdr. pass. zich verdringen bij, met dat.
German (Pape)
durcheinander wirren, rühren, turbare; τὸν πηλὸν τυρβάσεις βαδίζων, du wirst im Gehen den Kot umrühren, kneten, Ar. Vesp. 257; τυφλὸς Ἄρης συὸς προσώπῳ πάντα τυρβάζει κακά, Soph. frg. 720; τύρβαζε, Aufforderung an einen Koch, Alexis bei Ath. VIII.336d (v. 6).
Med. im Getümmel, Gedränge sein, sich durcheinander drängen, Ar. Pax 1007.
Russian (Dvoretsky)
τυρβάζω:
1 месить, перемешивать, взбалтывать (τὸν πηλόν Arph.; πάντα κακά Soph.);
2 pass. суетиться, волноваться (περί τι Arph., NT).
English (Strong)
from turbe (Latin turba, a crowd; akin to θόρυβος); to make "turbid", i.e. disturb: trouble.
English (Thayer)
present passive τυρβάζομαι; (τύρβη, Latin turba, confusion; (cf. Curtius, § 250)); (from Sophocles down); to disturb, trouble: properly, τόν πηλόν, Aristophanes vesp. 257; tropically, in the passive, to be troubled in mind, disquieted: περί πολλά, R G (with the same construction in Aristophanes pax 1007; μή ἄγαν τυρβαζου, Nilus epist. 2,258).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συρβάζω και στυρβάζω Α τύρβη /σύρβη
(μσν. ενεργ. και μέσ. τυρβάζομαι, αρχ. μόνον το μέσ.) (συν. με την προθ. περί) ασχολούμαι με κάτι επιδεικτικά
νεοελλ.
φρ. «περί πολλά τυρβάζει» — είναι πολυπράγμονας, ανακατεύεται σε όλα
μσν.
γλεντώ, ξεφαντώνω
αρχ.
1. ανακατώνω, αναταράσσω, ανακινώ («πολὺς δὲ πηλὸς ἐκ πίθων τυρβάζεται», Σοφ.)
2. μέσ. συνωθούμαι, στρυμώχνομαι («καὶ περὶ ταύτας ἡμᾶς ἀθρόους ὀψωνοῦντας τυρβάζεσθαι», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
τυρβάζω: μέλ. τυρβάσω, ταράσσω, ανακινώ, Λατ. turbare, σε Αριστοφ. — Παθ., τυρβάζω περί τι, ασχολούμαι, φροντίζω, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
τυρβάζω: μέλλ. άσω, κυκῶ, ταράττω, ἀνακινῶ, Λατ. turbare, τὸν πηλόν... τυρβάζεις βαδίζων Ἀριστοφ. Σφ. 257· τυφλὸς Ἄρης συὸς προσώπῳ πάντα τυρβάζει κακὰ Σοφ. Ἀποσπ. 720· - Παθ., πολὺς δὲ πηλὸς ἐκ πίθων τυρβάζεται, ἐξέρχεται πυκνὸς ἐκ..., αὐτόθι 928· τ. περί τι, ἀσχολοῦμαι, φροντίζω..., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1007· τυρ. περὶ πολλὰ Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 41. ΙΙ. παραδίδομαι εἰς διασκέδασιν, εἰς εὐθυμίαν, διασκεδάζω, τύρβαζε Μανῆ Ἄλεξις ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1. 6.
Middle Liddell
to trouble, stir up, Lat. turbare, Ar.: —Pass., τ. περί τι to be troubled about a thing, Ar.
Chinese
原文音譯:turb£zw 替而巴索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:喧囂
字義溯源:造成混亂,擾亂,煩擾,擾;源自(θορυβάζω / τυρβάζω)X*=群眾),而 (οὗτος)X出自(θόρυβος)=滋擾), (θόρυβος)出自(θροέω)=喧鬧), (θροέω)又出自(θρέμμα)X*=哭泣)。註:和合本不用 (θορυβάζω / τυρβάζω)而用 (θορυβάζω)。參讀 (θορυβέω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 擾(1) 路10:41