τελεσίκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(6_17)
(41)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελεσίκαρπος''': -ον, καὶ -καρπέω, = τελειόκ-, Στράβ. 687, 831.
|lstext='''τελεσίκαρπος''': -ον, καὶ -καρπέω, = τελειόκ-, Στράβ. 687, 831.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για φυτά) αυτός που ολοκληρώνει τη [[διαδικασία]] ωρίμασης τών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τέλος]]) <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>πρβλ.</b> <i>τελειό</i>-<i>καρπος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1085] = τελεόκαρπος, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

τελεσίκαρπος: -ον, καὶ -καρπέω, = τελειόκ-, Στράβ. 687, 831.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτά) αυτός που ολοκληρώνει τη διαδικασία ωρίμασης τών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + καρπός (πρβλ. τελειό-καρπος)].